- ακρωτηριάζομαι
- ακρωτηριάζομαι, ακρωτηριάστηκα, ακρωτηριασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀκρωτηριάζομαι — ἀκρωτηριάζω cut off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβίζομαι — (Α) [κολοβός] ακρωτηριάζομαι, κολοβώνομαι … Dictionary of Greek
παραπηρούμαι — όομαι, Α ακρωτηριάζομαι, μένω ανάπηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πηροῦμαι (< πηρός «ανάπηρος»)] … Dictionary of Greek